- πατριαρχικά
- πατριαρχικόςfatherneut nom/voc/acc plπατριαρχικά̱ , πατριαρχικόςfatherfem nom/voc/acc dualπατριαρχικά̱ , πατριαρχικόςfatherfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατριαρχικάς — πατριαρχικά̱ς , πατριαρχικός father fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИОАННА БОГОСЛОВА АПОСТОЛА МОНАСТЫРЬ НА ПАТМОСЕ — [греч. ῾Ιερὰ Μονὴ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Θεολόγου τῆς Πάτμου], имп., патриарший, ставропигиальный, муж., общежительный, находится в юрисдикции К польского Патриархата. Исторический очерк Мон рь ап. Иоанна Богослова на Патмосе Мон рь ап. Иоанна… … Православная энциклопедия
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
ИОАКИМ III Деведзис Христос — (Деведзис Христос; 18.01.1834, с. Вафиохори (ныне Бояджыкёй, в черте Стамбула) 13.11. 1912, К поль), патриарх К польский (4 окт. 1878 30 марта 1884, 11 июня 1901 13 нояб. 1912). У современников получил прозвище Великолепный (греч. Μεγαλοπρεπής).… … Православная энциклопедия
PITTACIUM — Graece πιττάκιον, πίτταξ, index vel titulus pice illitus, ut affigi possit et applicari: cuiusmodi amphoris et doliis olim affigi mos, vini patriam et aetatem indicantia, uti diximus suô locô. Etiam indices libris adfixi, qui nomen Auctoris… … Hofmann J. Lexicon universale
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται … Dictionary of Greek
βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… … Dictionary of Greek
πατριαρχικός — ή, ό / πατριαρχικός, ή, όν, ΝΜΑ [πατριάρχης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατριάρχη (α. «πατριαρχικός θρόνος» β. «πατριαρχικόν σιγίλλιον» γ. «πατριαρχική ράβδος») 2. αυτός που ανήκει στην κατά πάτριες οργάνωση τής κοινωνίας, στην πατριαρχία … Dictionary of Greek
Αγίων Πάντων, μονή — Ονομασία πέντε μοναστηριών. 1. Λέγεται και Βαρλαάμ. Βλ. λ. Μετέωρα. 2. Γυναικείο μοναστήρι στις Σπέτσες. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. 3. Γυναικείο μοναστήρι στο Γύθειο. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Γυθείου και Οιτύλου. 4.… … Dictionary of Greek